«Γαϊτανάκι»: Η ιστορία του παραδοσιακού αποκριάτικου εθίμου

 

Οι παραδοσιακές στολές (φουστανέλα και άλλες) και οι δημοτικοί χοροί είναι σήμα κατατεθέν για το αυθεντικό «Γαϊτανάκι», που αποτελεί κατεξοχήν αποκριάτικο έθιμο και χορό και συνδέθηκε με τη γνήσια, λαϊκή, παραδοσιακή αποκριάτικη διασκέδαση, ενώ είχε παρουσία και στις απαρχές του Πατρινού Καρναβαλιού, αποτυπώνοντας σε διάφορες φάσεις της υπεραιωνόβιας ιστορίας του ξεχωριστούς σταθμούς.

Στο Πατρινό Καρναβάλι

Το γαϊτανάκι, το οποίο έκανε αισθητή την παρουσία του στις εκδηλώσεις των αστικών κέντρων, υποστηρίζεται ότι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα. Ωστόσο διάφοροι μελετητές διατυπώνουν αρκετές και διαφορετικές απόψεις για τις ρίζες και την καταγωγή του.

Στην αυθεντική αρχική του μορφή δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι. Καθώς κινούνται γύρω από τον στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Ο αριθμός των δώδεκα χορευτών λέγεται ότι δηλώνει τους μήνες του χρόνου που εναλλάσσονται ή τις Ώρες, τις μυθικές θεότητες του χρόνου. Σε πολλές κοινωνίες, κυρίως αγροτικές, το γαϊτανάκι συμβολίζει την ομόνοια και τη συναδελφικότητα. Ο κυκλικός χορός συμβολίζει τον κύκλο της ζωής, από τη ζωή στον θάνατο, από τη λύπη στη χαρά, από τον χειμώνα στην άνοιξη και το αντίθετο.

Ο αείμνηστος διακεκριμένος ιστορικός ερευνητής, δημοσιογράφος και Πατρινολάτρης Νίκος Πολίτης προσδιορίζει τις πρώτες αποκριάτικες εκδηλώσεις στα μέσα του 19ου αιώνα, που ήταν κυρίως χοροί σε σπίτια και σε δημόσιους χώρους. Σε αυτές κυριαρχούσαν οι ελληνικοί δημοτικοί χοροί, αλλά και οι ευρωπαϊκοί της εποχής, όπως πόλκα, μαζούρκα, καντρίλιες και βαλς. Ο πρώτος αποκριάτικος χορός που έχει καταγραφεί, είναι αυτός που έγινε το 1829 στο σπίτι του Πατρινού εμπόρου Μωρέτη. Στις λαϊκές γειτονιές όμως της πόλης τα πράγματα ήταν πιο απλά και πιο αυθόρμητα και πολύ αργότερα εμφανίστηκαν οι πρώτες μπούλες, το γαϊτανάκι, τα πειράγματα και η σκωπτική και σατιρική θεώρηση καταστάσεων και γεγονότων.

Η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864 είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση στην Πάτρα πολλών Επτανήσιων, οι οποίοι με το προοδευτικό πνεύμα και τα τραγούδια τους επηρέασαν την εξέλιξη του καρναβαλιού. Μάλιστα πολλοί υποστηρίζουν ότι το γαϊτανάκι ήρθε από τα Επτάνησα, ενώ άλλοι ότι ήρθε από τους Ενετούς στα Επτάνησα και από εκεί πέρασε σε όλη την Ελλάδα. Σημαντικοί μελετητές και λαογράφοι υποστηρίζουν ότι είναι ισπανικής μάλλον καταγωγής και όχι ιταλικής. Στα Επτάνησα κυρίως αγαπήθηκε πολύ και έπαιξε ρόλο εθνικό, καθώς τον καιρό των ξένων κατακτητών οι Επτανήσιοι έβαζαν στις κορδέλες του τα χρώματα της σημαίας.

Ο Νίκος Πολίτης στο βιβλίο του «Το Καρναβάλι της Πάτρας» (πρώτη έκδοση «Αχαϊκές Εκδόσεις», Πάτρα 1987 και δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση «Πικραμένος», Πάτρα 2015), κάνει ιδιαίτερη μνεία για τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στο Πατρινό Καρναβάλι του 1958. Οι απαγορεύσεις αυτές «κωδικοποιήθηκαν» με αστυνομική διάταξη που εκδόθηκε το 1958 και σύμφωνα με αυτή, μαζί με το γαϊτανάκι στους κεντρικούς δρόμους της πόλης απαγορεύτηκαν η διακωμώδηση προσώπων και πραγμάτων της Εκκλησίας και παν ό,τι προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα, η διακωμώδηση πολιτικών, «ημεδαπών και αλλοδαπών», τα άσεμνα και αήθη θεάματα ως και οι εκδηλώσεις που θίγουν τα δημόσια ήθη, η εμφάνιση στους δρόμους γυμνών, με βαμμένο ή όχι το δέρμα τους, η περιφορά πιθήκων, άρκτων ή άλλων άγριων ζώων, η διέλευση καρναβαλικών αρμάτων έξω από εκκλησίες. Με την ίδια διάταξη δεν επιτρεπόταν να κρατούν οι μεταμφιεσμένοι μπαστούνια ή άλλα σκληρά αντικείμενα, ο χαρτοπόλεμος έπρεπε να είναι μονόχρωμος και οι σοκολάτες δεν έπρεπε να ρίχνονται με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει μώλωπες. Για τα πιο πρόσφατα χρόνια, ο Νίκος Πολίτης αναφέρει ότι το 1974 ευπρόσδεκτη καλλιτεχνική κίνηση ήρθε στην Πάτρα από τη Ζάκυνθο με μαθητές και μαθήτριες του χορευτικού ομίλου των Γυμνασίων του νησιού να μετέχουν στις καρναβαλικές παρελάσεις, με τοπικές ενδυμασίες, χορεύοντας το «γαϊτανάκι» και παλιούς επτανησιακούς χορούς.

Από πρόσφατη αναβίωση του εθίμου στην Πάτρα

Προσπάθειες αναβίωσης έχουν γίνει αρκετές στα νεώτερα χρόνια στο Πατρινό Καρναβάλι και κυρίως στη γιορτή της Τσικνοπέμπτης στην Άνω Πόλη, η οποία συνάδει με τον λαϊκό, παραδοσιακό αποκριάτικο χαρακτήρα, με συμμετοχή του Χορευτικού Τμήματος του Δήμου Πατρέων, ενώ πρόσφατα πραγματοποιήθηκαν παρελάσεις μεταμφιεσμένων με γαϊτανάκια κατασκευασμένα από εκπολιτιστικούς συλλόγους της πόλης με τη συνοδεία του μουσικού άρματος σε ήχους καρναβαλικούς και παραδοσιακούς με κατάληξη στην σκηνή της πλατείας Γεωργίου όπου ξετυλίχθηκαν χορευτικά δρώμενα.

Στο Αθηναϊκό Καρναβάλι

Σημαντικές πληροφορίες για το γαϊτανάκι στο αθηναϊκό καρναβάλι, ωστόσο μας δίνει και ο Νίκος Ποταμιάνος στο βιβλίο του «Της αναίδειας θεάματα- Κοινωνική ιστορία της αποκριάς στην Αθήνα, 1800-1940» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 2021):

«Το γαϊτανάκι ήταν χορός αντρών (ιπποτών υποτίθεται) και «γυναικών» γύρω από ένα κοντάρι, όπου έπλεκαν και ξέπλεκαν τις κορδέλες που κρέμονταν απ΄ αυτό (Δροσίνης, «Αι Απόκρεω εν Αθήναις», Άστυ, 15 Φεβρουαρίου 1894∙ Ελλάς, 2 Φεβρουαρίου 1914). Δεν μπορέσαμε να διευκρινήσουμε αν συναντάται σε όλο τον ελληνικό χώρο ή αν η καταγωγή του από τη δυτική Μεσόγειο περιόρισε την εξάπλωσή του στα Επτάνησα και τη δυτική Ελλάδα, πάντως στην Αθήνα ήταν μεταγενέστερο της Τουρκοκρατίας: φαίνεται ότι εισάγεται στις αρχές της δεκαετίας του 1850, οπότε διαβάζουμε ότι «μεταξύ των πολλών μεταμφιεσμένων συνοδειών διακρίνεται δια το ήσυχον και ευπρεπές της διασκεδάσεως η εταιρεία των λεγομένων γαϊτανοπλόκων, οίτινες κινούν την περιέργειαν των θεατών» (Ταχύπτερος Φήμη, 10 Φεβρουαρίου 1851∙ Παλιγγενεσία, 21 Φεβρουαρίου 1864)».

Γαϊτανάκι, σκίτσο από την Εφημερίδα Αρχίλοχος, 1877. (πηγή ιστοσελίδα “Τα Αθηναϊκά”)

Στο βιβλίο του Γάλλου μυθιστοριογράφου και δημοσιογράφου Εντμόν Αμπού με τίτλο «Η Ελλάδα του Όθωνος» (πρώτη έκδοση 1855, τελευταία έκδοση εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Αριστέα Κομνηνέλλη. Αθήνα 2018), τονίζεται ότι «το γαϊτανάκι δεν ήταν κάτι οικείο», ενώ ο συγγραφέας επισήμαινε ότι υπήρχε και στην Ισπανία και στην περιγραφή που δίνει δεν αναφέρεται μουσική ή χορός: «Καρφώνουν στη μέση του δρόμου ένα μεγάλο κοντάρι, από την κορυφή του οποίου κρέμονται δέκα ή δώδεκα κορδέλες. Ο κάθε μασκοφόρος παίρνει μια στο χέρι και όλοι μαζί γυρίζουν γύρω από το κοντάρι ανάκατα και προς όλες τις κατευθύνσεις, φροντίζοντας να μη μπερδεύονται οι κορδέλες. Το γαϊτανάκι διαδόθηκε γρήγορα, και εκ των υστέρων γράφεται ότι επί Όθωνος «είχε λάβει διαστάσεις καλλιτεχνικάς», αποτελούμενο από τους καλύτερους χορευτές της Αθήνας υπό την καθοδήγηση χοροδιδασκάλων∙ μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα είχε περιοριστεί στις γειτονιές, παρότι κατά καιρούς επανερχόταν στον «συρμό».

 

Ο Καρκαβίτσας για τον «ελληνικότατο χαρακτήρα» του

Ο Νίκος Ποταμιάνος υπογραμμίζει ότι στην Αθήνα το γαϊτανάκι είχε διατηρήσει «τόσον ξενικήν όψιν» που ενοχλούσε τον Καρκαβίτσα το 1895, ο οποίος το συνέκρινε με το γαϊτανάκι που είχε γνωρίσει στο Μεσολόγγι νωρίτερα: τον «ελληνικότατο χαρακτήρα» του τελευταίου συγκροτούσαν οι λεβέντικες φουστανέλες, τα βιολιά και ο τραγουδιστής, η εγχώρια μουσική και οι ελληνικοί χοροί, σε αντίθεση με τους παλιάτσους, την κακή ευρωπαϊκή μουσική, τις αλλοπρόσαλλες αμφιέσεις των χορευτών, τους άγριους σαν παλαιστές άντρες και τις βρόμικες «αντρογυναίκες» που είχε δει στη γειτονιά του (Καρκαβίτσας, «Το Γαϊτανάκι»)».

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από «Το Γαϊτανάκι» του Ανδρέα Καρκαβίτσα όπως εμπεριέχεται στα «Άπαντα» (επιμ. Στράτος Χωραφάς, τ. 3, εκδ. Καπόπουλος, Αθήνα 1973) αναφέρει:

«Δέν ἦταν ὅμως ἔτσι πάντα ἄθλιο καί ἐλεεινό, οὔτε εἶχε τόσο ξενική ὄψι, ἡ ἑλληνικώτατη αὐτή ἀποκρηάτικη διασκέδασις. Στό Μεσολόγγι ἔξαφνα πρό ὀλίγου καιροῦ ἦταν ἡ καλήτερη ἀπόλαυσις τῆς ἐποχῆς καί εἶχε ἑλληνικώτατο τόν χαρακτήρα. Οἱ ἄνδρες πού τό ἔπαιζαν ἐφοροῦσαν φουστανέλες χιονάτες καί χρυσοκέντητα μεϊντανογέλεκα καί πλούσια ἁρματωσιά. Τό δαμασκί σπαθί ἔλαμπε στό πλευρό τους καί τά τσαπράζια ἀσπρογιάλιζαν στά στήθη τους σάν φεγγάρι⋅ τά χαϊμαλιά καί τ’ ἁλύσσια, οἱ τοκάδες καί τά μελουδάρια, οἱ παλάσκες καί οἱ ἀσημοσογιάδες ἐβροντομαχοῦσαν στή μέση τους κ’ ἔδενε τό πόσι ἀργυροκέντητο τ’ ὄμορφό τους κεφάλι κ’ ἐφτέρωναν στό χορό τά πόδια τους τ’ ἀλαφρά κοκκινοπράσινα παπούτσια. Τ’ ἀγγελοκάμωτα παιδιά πάλι, ντυμένα στά γυναίκεια, μέ τό φέσι τό μικρό, τό Σμυρνέϊκο στό κεφάλι, στ’ ἄφθονα καί ὁλοζώντανα μαλλιά, τήν κοζόκα τή χρυσοκέντητη, τό σιγαλοπερπάτημα καί τό χαμηλοβλέψιμο, ἔδιναν σ’ ὅλο το θέαμα ἁπλότητα καί ὠμορφιά μεγάλη. Καί ἐσυντρόφευαν αὐτό τό γαϊτανάκι στόν κομψό καί τυπικό χορό του καί τό δυχτιωτό γαϊτανοπλέξιμο, βιολιά κηλαϊδιστά καί τραγουδιστῆς γλυκόφωνος. Κ’ εἶχαν μαζί τους κ’ ἕνα πού κρατοῦσε τό χρυσοκέντητο τσεβρέ καί τόν ἔρριχνε στό σπίτι, πού θά πήγαιναν νά τό πλέξουν. Ἄν τό σπίτι δέν ἤθελε, ἔρριχνε πίσω τόν τσεβρέ καί τό γαϊτανάκι ἔπαιρνε τό δρόμο του. Ὅταν ὅμως ἐκρατοῦσαν τόν τσεβρέ τό γαϊτανάκι ἄρχιζε στήν αὐλή, τά βιολιά κηλαϊδιστά ἐσυντρόφευαν τό χορό καί ὁ τραγουδιστῆς μέ τή φωνή του τήν γλυκειά ἄρχιζε τό τραγούδι του στερεότυπο:

Γαϊτανάκι ὠρηοπλεμένο,

μιά χαρά ἤσουν τό καϋμένο⋅

Γαϊτάνι μου ὠρηοπλεχτό,

περιπλεμένο καί χρυσό.

Σ’ ἐπλέξαμε, γαϊτάνι μου,

σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά⋅

σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά,

μᾶς εἶπαν, χάσαν τά κλειδιά.

Σ’ ἐπλέξαμε καί στοῦ Μακρή

μᾶς ἔδωκαν ἕνα φλωρί».

Σύμφωνα με την έγκριτη μελέτη του Νίκου Ποταμιάνου από τη δεκαετία του 1870 συντελείται η διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής στις κατώτερες τάξεις. Η διάδοση αποδόθηκε στα τραγούδια της επιθεώρησης, στην επιρροή των Επτανησίων μετά το 1864 και πολλοί άλλοι λόγοι όπως τα αποκριάτικα θεάματα, μεταξύ των οποίων το γαϊτανάκι, που σε μια ανεπτυγμένη του μορφή το 1883 παραδίδεται ως συνοδευόμενο από ορχήστρα με κλαρινέτα και τρομπόνια, η οποία παίζει ευρωπαϊκούς σκοπούς ή και τα πιο οικεία εμβατήρια. (Δροσίνης, «Αι Απόκρεω εν Αθήναις», Εστία). Μάλιστα το γαϊτανάκι συνδέεται με «το αλεύρωμα», εναλλακτική μορφή «μουντζουρώματος στο πρόσωπο» των συμμετεχόντων χορευτών, που το 1933 αναφέρεται ως κάτι πολύ ιδιαίτερο που το συνηθίζουν μόνο «οι χορευτές και οι χορεύτριες του λαϊκού γαϊτανιού».

 

Γαϊτανάκι και γυναίκες

Ο Νίκος Ποταμιάνος δίνει την εικόνα στη δύση της δεκαετίας του 1900:

«Αναφέρεται πάντως μια τάση για πιο φροντισμένο θέαμα στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1900, μεταξύ άλλων με όσους υποδύονταν τις γυναίκες να ξυρίζονται καθημερινά και να κάνουν πιο χαριτωμένες κινήσεις: Αθήναι, 24 Φεβρουαρίου 1919. Ως κατεξοχήν ελληνικόν» χαρακτηρίζεται από τη Νέα Εφημερίδα, 29 Φεβρουαρίου 1888, και το «τελειοποιημένο γαϊτανάκι κομψών φουστανελοφόρων και βρακάδων» που βραβεύτηκε στο καρναβάλι του 1888. Παλαιότερα είχαν δοκιμαστεί και άλλοι τρόποι εξελληνισμού. Η Παρρέν θυμάται «τους ανυποδήτους Μακεδόνας και τας θωρακοφόρους Αθηνάς του γαϊτανακιού» στα μέσα του 19ου αιώνα (Εφημερίς των Κυριών, 12 Φεβρουαρίου 1906). Σημαντική εξέλιξη που σημειώθηκε στην πρωτεύουσα ήταν ότι κάποτε χόρευαν και πραγματικές γυναίκες και όχι μόνο άντρες ή αγόρια μεταμφιεσμένα σε γυναίκες. Επρόκειτο ίσως για επαγγελματίες του θεάματος («ξεσχισμένα πλάσματα» τις αποκαλεί ο Καρκαβίτσας), οι οποίες μπορεί να μην εκτόπιζαν ολοκληρωτικά τους μεταμφιεσμένους άρρενες, όμως η συνεχόμενη παρουσία τους υποβάλλεται από τους κανόνες του διαγωνισμού λαϊκών θεαμάτων που είχε προκηρύξει η εταιρεία των εορτών το 1909: «Απαγορεύεται αυστηρώς η συμμετοχή εις το γαϊτανάκι γυναικών» (Ακρόπολις, 27 Ιανουαρίου 1909)».

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Νίκου Ποταμιάνου στους αυστηρούς κανόνες που είχε θεσπίσει (και φροντίσει να δημοσιεύσει) η εταιρεία εορτών το 1909 στην Αθήνα για τη συμμετοχή των λαϊκών παραστάσεων στην παρέλαση. Απαιτούνταν «απόλυτος καθαριότης εις τα αμφιέσεις και τα υφάσματα». Στο γαϊτανάκι απαγορευόταν «αυστηρώς» η συμμετοχή γυναικών, προφανώς επειδή η παρουσία γυναικών ως δημόσιου θεάματος που συγκέντρωνε το βλέμμα θεωρούνταν σκανδαλιστική. «Οι υποδυόμενοι γυναίκας εις το γαϊτανάκι οφείλουσι να είναι ενδεδυμένοι σεμνώς, τα φορέματα να ώσι μακρύτερα του γόνατος και χορεύοντες να μη κορδακίζωσι»: ο τρανσβεστισμός εδώ αποτελούσε λύση ανάγκης και δεν έπρεπε να δημιουργεί άσεμνες καταστάσεις∙ ίσως να ίσχυε και τότε η εικόνα που δίνεται για το γαϊτανάκι σε αθηναϊκή γειτονιά του 1930: «τις κορδέλες τις κρατάγανε κυρίως κουνιστοί, ντυμένοι παρδαλά». Η σεμνότητα «περί την έκφρασιν» απαιτούνταν από τον φασουλή, τον ποιητή του κάρου και την «κωμωδία του κάρου»∙ επιπλέον, απαγορεύονταν «αυστηρώς οι υπαινιγμοί κατά πολιτικών προσώπων ή η διακωμώδησις οποιουδήποτε προσώπου ονομαστί». Το ταμπού της έκθεσης των γυναικών στο αντρικό βλέμμα δεν εξαφανίστηκε εντελώς: στις αρχές του 20ού αιώνα στα ευυπόληπτα γαϊτανάκια οι χορεύτριες συνέχιζαν να είναι άντρες ντυμένοι γυναίκες. Γαϊτανάκια συνέχιζαν να εμφανίζονται ακόμη και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν όμως επαγγελματοποιηθεί. Ως ένδειξη παρακμής αναφέρεται το 1929 η συνεχής μείωση του αριθμού των κορδελών του, ενώ ο Δημήτρης Λαμπίκης αναφέρεται στα «αλάνια» που απαρτίζουν ένα θίασο γαϊτανακίου και αρχίζουν τις τουρνέ στις επαρχίες. Επίσης το 1960 στις συνοικίες το γαϊτανάκι εξέλιπε και συντελεστές του ήταν τσιγγάνοι. Ο Εμμανουήλ (Ευάγγελος Ζάχος) Παπαζαχαρίου στο βιβλίο του «Η πιάτσα, Αθήνα 1980) κάνει λόγο για γαϊτανάκια και μπουλούκια μασκαράδων τον Μεσοπόλεμο που παρέμεναν στις γειτονιές τους χωρίς να εξέρχονται και να συναντιούνται στο κέντρο, όπως γινόταν παλιότερα.

Από αναβίωση του εθίμου στην Αθήνα

Στην Αθήνα των νεότερων χρόνων ωστόσο τα αποκριάτικα δρώμενα της παλιάς πόλης, όπως το γαϊτανάκι, έχουν συνδεθεί με τις γειτονιές του Μεταξουργείου και της Πλάκας, στις οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες αναγέννησης του εθίμου.

 

Γαϊτανάκι της ειρήνης και Ζορζ Σαρή

Κλείνοντας την αναφορά μας, αξίζει να σημειώσουμε ότι το Γαϊτανάκι έδωσε το όνομά του στο θαυμάσιο βιβλίο της Ζορζ Σαρή, ένα κλασικό βιβλίο για την ειρήνη, τον πόλεμο, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, αλλά και για τη δύναμη καθενός από εμάς να αλλάξουμε τον κόσμο. Πώς θα μπορέσει ο γέρος σοφός να βοηθήσει την ειρήνη να απλωθεί στη Γη; Μήπως αν πειστούν όλα τα παιδιά της Γης μια ορισμένη μέρα και ώρα να ενώσουν τα χέρια τους σχηματίζοντας μια τεράστια αλυσίδα που θα αγκαλιάσει τον πλανήτη; Από «Το Γαϊτανάκι» (πρώτη έκδοση Κέδρος, Αθήνα 1973, τελευταία έκδοση Πατάκης, Αθήνα 2014) προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα, που δίνει ανάγλυφα τα μηνύματα της συγγραφέως, τα οποία δανείζονται την μορφή του χορού ξεφεύγοντας από τη στενή έννοια του αποκριάτικου εθίμου:

«Αν όλα τα παιδιά της Γης πιάναν γερά τα χέρια,

κορίτσια, αγόρια στη σειρά και στήνανε χορό,

ο κύκλος θα γινότανε πολύ πολύ μεγάλος

κι ολόκληρη τη Γη μας θ’ αγκάλιαζε, θαρρώ».